τουφεκίζω — → δες ντουφεκίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τουφεκίζω — και ντουφεκίζω και τυφεκίζω Ν [τουφέκι] 1. πυροβολώ με τουφέκι 2. εκτελώ κάποιον με τυφεκισμό … Dictionary of Greek
ντουφεκίζω — βλ. τουφεκίζω … Dictionary of Greek
τουφέκισμα — και ντουφέκισμα, το, Ν [τουφεκίζω/ ντουφεκίζω] ο τουφεκισμός … Dictionary of Greek
τουφεκίστρα — η, Ν άνοιγμα σε τοίχο οχυρώματος ή φρουρίου για να πυροβολούν με ασφάλεια οι αμυνόμενοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφεκίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρ ίστρα)] … Dictionary of Greek
τουφεκισμός — και ντουφεκισμός και τύφεκισμός, ο, Ν 1. η βολή σφαίρας από τουφέκι 2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με ομαδικούς πυροβολισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφεκίζω / ντουφεκίζω / τυφεκίζω. Ο τ. τυφεκισμός μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω.… … Dictionary of Greek
τυφεκίζω — Ν βλ. τουφεκίζω … Dictionary of Greek
τουφεκώ — και ντουφεκώ τουφεκίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυφεκίζω — βλ. τουφεκίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)